Πέμπτη 5 Μαρτίου 2009

Μανώλης Χιώτης: Ο Σολίστας




«Είδα ακόμα κι ένανε
το Χιώτη το Μανώλη
που με το μπουζουκάκι του
γλεντούσαν κι οι διαβόλοι
».
Μπαγιαντέρας


Ξεκίνησε σαν ένας εξαιρετικός ουτίστας, κιθαρίστας και βιολιστής, προσθέτοντας πολλά και ετερόκλητα ακούσματα στις συνθέσεις του. Την μεγάλη του φήμη, ωστόσο, την οφείλει στο μπουζούκι. Ο Μανώλης Χιώτης, ήταν ο άνθρωπός που, όχι μόνο διαμόρφωσε το τετράχορδο μπουζούκι αλλά ανέπτυξε σε εκπληκτικό βαθμό την τεχνική και την ταχύτατα μέσα από τις ταιριαστές εμπνεύσεις και τους αυτοσχεδιασμούς.
Ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε και τα τέσσερα [ενίοτε και τα πέντε] δάχτυλα για να παίζει και εισήγαγε για πρώτη φορά τον ενισχυτή στις εμφανίσεις του στα κέντρα και στο πάλκο, ενώ συχνά χρησιμοποίησε δύο μπουζούκια: ένα κλασικό, με μεταλλικές χορδές, κι ένα με χορδές από έντερα, ώστε η χροιά του να μοιάζει με το ούτι.



Η ζωή του
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη[1] το 1920 όπου είχε πάει η οικογένειά του που ήταν μόνιμα εγκατεστημένη στο Ναύπλιο. Η καταγωγή του προπάππου του ήταν από τη Χίο, γι' αυτό και το όνομα Χιώτης. Γιος του Διαμαντή Χιώτη, ενός πασίγνωστου Ρεμπέτη και μάγκα του Πειραιά και μιας δυναμικής γυναίκας που είχε το πιο αριστοκρατικό Μπαρ του Ναυπλίου, με τις πιο όμορφες κοπέλες για σερβιτόρες και με πελάτες τους αριστοκράτες της εποχής εκείνης. Ο Μανώλης μεγάλωσε στα χέρια αυτών των κοριτσιών, με τα χάδια, τα φιλιά και τις τρυφερές φροντίδες τους, μέσα στη χλιδή και στα πλούτη της σπάταλης μητέρας του που δεν άφησε ποτέ να του λείψει τίποτα. Με λίγα λόγια, ο Μ. Χιώτης μεγάλωσε σαν αρχοντόπουλο στο Ναύπλιο και διατήρησε την αριστοκρατική του εμφάνιση και τον χαρακτήρα του.
Στο Ναύπλιο τελείωσε και το Δημοτικό σχολείο. Εκεί άρχισε να εργάζεται για πρώτη φορά σαν μουσικός, ενώ ήταν ακόμα παιδί. Από πολύ μικρός διδάχτηκε κιθάρα, μπουζούκι και ούτι από τον Θεσσαλονικιό μουσικοδιδάσκαλο Γιώργο Λώλο, ενώ πρέπει να πήρε και μαθήματα βιολιού. Πρώτες εμφανίσειςΤο 1936 έρχεται στην Αθήνα. Την πρώτη του ολιγοήμερη εμφάνισή του την έκανε στα «Παγώνια» (στη Σωκράτους και Αγίου Κωνσταντίνου γωνία) πλάι στον Στράτο Παγιουμτζή.
Μετά από εμφανίσεις που διαρκούσαν λίγες μέρες (με Γιώργο Δερέμπεη ή Σωφέρ, κλπ) εμφανίστηκε σαν επαγγελματίας στο «Δάσος», στο τέλος του 1936, πλάι στον Στράτο, και με ορχήστρα που αποτελείτο από μπουζούκι, σαντούρι, κιθάρα και βιολί. Την ίδια εποχή, ο Στράτος τον πήγε στην «Κολούμπια» όπου, παιδάκι ακόμα (16 ετών), υπόγραψε συμβόλαιο ως «διευθύνον πρίμο όργανο». Για πολλά χρόνια ήταν ο βασικός εκτελεστής της Columbia. Σε λίγο, το 1937-38, φωνογράφησε και το πρώτο του τραγούδι «Γιατί δεν λες το ναι» (Το χρήμα δεν το λογαριάζω) με τον Στράτο Παγιουμτζή. Αμέσως μετά γνωρίζεται με τον Μπαγιαντέρα και παίζει μαζί του στις κλασικές εκτελέσεις των προπολεμικών επιτυχιών του, "Νυχτερίδα", "Μ' έχεις μαγεμένο", "Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη" και άλλα.

Καινοτομίες

Αμέσως μετά την απελευθέρωση, εισαγάγει για πρώτη φορά αυτός τον ενισχυτή στις εμφανίσεις του στα κέντρα και διαμορφώνει στο οργανοποιείο του Ζοζέφ το οκτάχορδο μπουζούκι. Στο πάλκο, χρησιμοποιεί δύο μπουζούκια. ένα κλασικό, με μεταλικές χορδές, κι ένα με χορδές από έντερα, ώστε η χροιά του να μοιάζει με το ούτι.Στη δεκαετία του '40 γράφει τη μια επιτυχία μετά την άλλη: "Πάλι στις τρεις ήρθες εχθές να κοιμηθείς" (Ντουο Χάρμα) "Θα σου πω το μυστικό μου" (Μ. Νίνου), "Το φτωχομπούζουκο" (Στ. Τζουανάκος), και άλλα.
Το 1950, μετά από δυο χρόνια χωρίς σουξέ, γράφει σε στίχους του Ν. Ρούτσου (που του έδινε μετά από συμφωνία στίχους που απέρριπτε ο Τσιτσάνης) "Τα πεταλάκια" και την ίδια χρονιά το "Σ' αυτό το φτωχοκάλυβο" με την Στέλλα Χασκίλ.Το 1954 παντρεύεται την πρώτη του γυναίκα, την τραγουδίστρια Ζωή Νάχη και αποκτά μαζί της δύο παιδιά.



Λίγο αργότερα γνωρίζει τη Μαίρη Λίντα, και κάνουν μαζί το ανεπανάληπτο ντουέτο που κυριάρχησε στο ελληνικό τραγούδι μέχρι το '66, οπότε και χώρισαν (είχαν παντρευτεί το '59). Ανεπανάληπτες επιτυχίες, κλασικές φιγούρες στον κινηματογράφο και λάτιν ρυθμοί που κορυφώνονταν σε οργιαστικά σόλα.Παράλληλα δίνει και εκπληκτικά, κλασικού ύφους, σουξέ στον Στέλιο Καζαντζίδη, κυρίως σε στίχους του Χρήστου Κολοκοτρώνη.
Το 1959 ενορχηστρώνει τον "Επιτάφιο" του Μίκη Θεοδωράκη, που έχει κάνει ήδη μια αποτυχημένη έκδοση, και τον απογειώνει. Ακολουθούν "Λιποτάκτες", "Πολιτεία" και "Αρχιπέλαγος". Με τις ενορχηστρώσεις του Χιώτη και τις φωνές των Λίντα, Μπιθικώτση, Καζαντζίδη, Μαρινέλλας, τα έργα του Θεοδωράκη, αλλά και του Χατζιδάκη - του οποίου υπήρξε για καιρό σολίστας - αποκτούν λαϊκή απήχηση. Είναι ουσιαστικά αυτός που ανοίγει το δρόμο και στους άλλους λαϊκούς μουσικούς να συνεργαστούν με τους λόγιους συνθέτες, με αποτέλεσμα την έκρηξη του λεγόμενου "Έντεχνου".

Τελευταία εικόνα
Τα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής του ήταν και τα πιο δραματικά. Χωρίζει με την Λίντα (πράγμα που του στοίχισε πολύ) , κάνει αποτυχημένες συνεργασίες και ο καρκίνος αρχίζει να τον κατατρώγει. Τελευταίο τραγούδι, με τη φωνή (κατά παραγγελία) του Νίκου Χατζηαντωνίου:
"Θα κάνω ότι πέθανα να δω ποιοι μ' αγαπούνε... "
Η τελευταία εικόνα, ο θλιβερός επίλογος μιας ζωής 49 ετών, μοιρασμένης ανάμεσα στην πίκρα, τον ενθουσιασμό, τη δόξα, το μεγαλείο και την αδικία: 21 Μαρτίου 1970, στο Α' νεκροταφείο Αθηνών, ο Γιάννης Καραμπεσίνης παίζει με το μπουζούκι του Χιώτη τα "Ηλιοβασιλέματα" και το δακρυσμένο πλήθος τραγουδά. Μαζί και οι τρεις συντρόφισσες της ζωής του: Ζωή Νάχη, Μαίρη Λίντα, Μπέμπα Κυριακίδου.

Ο Μανώλης Χιώτης έμεινε στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού όχι μόνο ως ένας κορυφαίος συνθέτης ομόφωνα αποδεκτός που άφησε πίσω του πολλές και μεγάλες επιτυχίες αλλά και σαν τραγουδιστής που ερμήνευσε τόσο δικές του συνθέσεις, όσο και άλλων, με ιδεώδη τρόπο. Με δικά του συγκροτήματα γύρισε όλο τον κόσμο και έκανε αγαπητό το λαϊκό μας τραγούδι παντού. Ακόμα περισσότερο θα μας μένει σαν ένας άφταστος σολίστας. Οι φήμες λένε ότι ακόμα και ο Τζίμι Χέντριξ, ένας από τους καλύτερους κιθαρίστες που έχουν περάσει, σε μια συνέντευξή του όταν τον ρώτησαν αν υπάρχει κάποιος που θαυμάζει απάντησε: «Ναι, η αλήθεια είναι ότι είμαι φαν ενός ανθρώπου που ζει στην Ελλάδα και παίζει ένα έγχορδο που λέγεται μπουζούκι. Αυτός ο τύπος που πιστεύω ότι είναι ο καλύτερος που έχει υπάρξει (σε έγχορδο όργανο) λέγεται Μανώλης Χιώτης.


[1] Κατά τον ρεμπετολόγο Τάσο Σχορέλη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, ενώ κατά τον ποιητή, συγγραφέα και στιχουργό Νίκο Ρούτσο στο Ναύπλιο.

Χρήστος Πανάγος, Β' Γυμνασίου

1 σχόλιο:

Αφήστε μας το σχόλιό σας για αυτή την ανάρτηση